απεσταγμένος

απεσταγμένος
κ. αποσταγμένος, -η, -ο
βλ. αποστάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποστάζω — αποστάζω, απόσταξα και απέσταξα, αποσταγμένος και απεσταγμένος βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: αποστάζω : σπάνια χρησιμοποιείται στην παθητική φωνή (αποστάζομαι, βλ. πίν. 24 ). Η μτχ. αποσταγμένος / απεσταγμένος και ως επίθετο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπράντι — Στην Ελλάδα, που είναι οινοπαραγωγός χώρα, ακμάζει η βιομηχανία απόσταξης εκλεκτών κρασιών για την παρασκευή του κ., το οποίο συναγωνίζεται σε ποιότητα το γαλλικό. Για την παρασκευή του ελληνικού κ. χρησιμοποιούνται εκλεκτά σταφύλια και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”